- παραβουλεύομαι
- παρα-βουλεύομαι,A v. παραβολ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβουλεύομαι — Α (δ. γρφ.) βλ. παραβολευομαι … Dictionary of Greek
παραβολεύομαι — και δ. γρφ. παραβουλεύομαι Α [παράβολος] αποτολμώ, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω … Dictionary of Greek